βαλπούργειος

βαλπούργειος
-α, -ο
1. οργιαστικός
2. φρ. νύχτα οργίων των μαγισσών κατά την παραμονή της γιορτής της Αγίας Βαλπούργης, κατά τις γερμανικές παραδόσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”